- αγητός
- (6ος αι. π.Χ.).Σπαρτιάτης, γιος του Αλκείδου και φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Αρίστωνος. Ο Ά. είχε νυμφευτεί μια από τις ωραιότερες γυναίκες του Άργους, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν ως βρέφος πολύ άσχημη, αλλά η τροφός της την πήγαινε καθημερινά στο ιερό της Ελένης, ώσπου μια μέρα μια άγνωστη γυναίκα τη χάιδεψε και από τότε έγινε καλλονή. Ο Αρίστων αγάπησε αυτή τη γυναίκα του Ά., και μια μέρα υποσχέθηκε στον Ά. να του δώσει ό,τι ήθελε από τα υπάρχοντά του, υπό τον όρο να διαλέξει και εκείνος ό,τι ήθελε από τα υπάρχοντα του Ά. Ο Ά., που δεν υποπτεύτηκε την παγίδα, δέχτηκε με χαρά και πήρε ό,τι του άρεσε από τα βασιλικά αντικείμενα του Αρίστωνα. Τότε o Αρίστων του ζήτησε τη γυναίκα του και o Ά., που είχε δώσει όρκο, αναγκάστηκε να του την παραχωρήσει. Πριν συμπληρωθούν όμως εννιά μήνες, η ωραία Σπαρτιάτισσα γέννησε τον Δημάρατο και η αμφιβολία για το ποιος ήταν o πατέρας επηρέασε πολύ τη μοίρα του Δημαράτου.
* * *ἀγητός, -ή, -όν (Α) (επικ. τ. τού ἁγαστὸς) [ἄγαμαι]θαυμαστός, αξιοθαύμαστος.
Dictionary of Greek. 2013.